Ο καλός λύκος και η κακιά κοκκινοσκουφίτσα Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό λυκάκι και έπρεπε να πάει φαγητό στη γιαγιά του που ήταν άρρωστη. Πριν βγει έξω είπε η μαμά λύκαινα: - Πρόσεχε της κακές κοκκινοσκουφίτσες. - Εντάξει. Γεια! είπε το λυκάκι και έφυγε. Στον δρόμο είδε μια κοκκινοσκουφίτσα και τη ρώτησε: - Που πας; -Στις κούνιες να παίξω. Όπως το λυκάκι περπατούσε η κοκκινοσκουφίτσα του παίρνει το καλαθάκι με το φαγητό και άρχισε να τρέχει. Μόλις το λυκάκι το κατάλαβε άρχισε να τη κυνηγάει. Ξαφνικά έφτασαν σε μία έρημο και άρχισαν να ζεσταίνονται.Νύχτωσε και το λυκάκι φοβότανε. Ήθελε να γυρίσει πίσω και γι' αυτό άρχισε να τρέχει. Μετά από λίγο ένιωσε ένα τσίμπημα στο κεφάλι άνοιξε τα μάτια του και είδε ότι βρίσκετε στο δωμάτιό του. Χρυσούλα Το μικρό λυκάκι πρέπει να πάει φαγητό στην άρρωστη γιαγιά του. «Προσοχή. Στο δάσος κυκλοφορούν επικίνδυνες Κοκκινοσκουφίτσες και κυνηγοί», είπε η μαμά λύκαινα στον Άκη, το μικρό λυκάκι. «Γιατί να θέλουν το κακό μου;» «Γιατί πολλοί άνθρωποι είναι κακοί. Γι' αυτό να προσέχεις και να πας από το γρήγορο μονοπάτι». Έτσι, το λυκάκι πήρε το καλάθι με το φαγητό και άρχισε να βαδίζει προς το σπίτι της γιαγιάς του. Δεν άκουσε όμως τη μητέρα του και πήρε το άλλο μονοπάτι γιατί είχε πιο πολλά λουλούδια για να μαζέψει για τη γιαγιά του. Εκεί που μάζευε λουλούδια εμφανίστηκαν μπροστά του η Κοκκινοσκουφίτσα και ένας κυνηγός. «Γεια σου, μικρό λυκάκι. Για πού το 'βαλες;» ρώτησε η Κοκκινοσκουφίτσα. «Πάω φαγητό στην άρρωστη γιαγιά μου, αλλά νομίζω πως χάθηκα» είπε κλαίγοντας ο Άκης. Η Κοκκινοσκουφίτσα έδειξε το μακρύτερο δρόμο στο λυκάκι για να φτάσει γρηγορότερα με τον κυνηγό στο σπίτι της γιαγιάς. Ο κυνηγός και η Κοκκινοσκουφίτσα έφτασαν στο σπίτι της γιαγιάς, της πήραν τα ρούχα και την έκλεισαν στην ντουλάπα. Ο κυνηγός έβαλε το νυχτικό της γιαγιάς και ξάπλωσε στο κρεβάτι της, ενώ η Κοκκινοσκουφίτσα είχε κρυφτεί κάτω απ' το κρεβάτι για να κάνει τη φωνή της. Όταν το λυκάκι έφτασε στο σπίτι, έτρεξε να αγκαλιάσει τη γιαγιά του. - Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μικρά αυτιά; - Γιατί είμαι γριά και δεν ακούω καλά. - Και γιατί έχεις τόσο μικρά νύχια; - Γιατί μόλις τα έκοψα. - Και γιατί έχεις τόσο μικρά δόντια; - Γιατί δεν είμαι η γιαγιά σου. Είμαι ο κυνηγός και επιτέλους θα σε πιάσω. Και ο κυνηγός βγάζει του τουφέκι του και πάει να πυροβολήσει το λυκάκι. Εκείνη την ώρα, εμφανίστηκαν ο μπαμπάς και η μαμά του Άκη με άλλους δέκα λύκους. Με το που τους είδαν, η Κοκκινοσκουφίτσα και ο κυνηγός το έβαλαν στα πόδια και άρχισαν να τρέχουν σαν τρελοί. Η γιαγιά κατάφερε να βγει από την ντουλάπα και από τότε έζησαν οι λύκοι καλά κι εμείς ΚΑΛΥΤΕΡΑ!!! Αντιγόνη
|