Μαζεύουμε χριστουγεννιάτικα έθιμα από τα μέρη καταγωγής των δικών μας, απ' όλον το κόσμο.
Επίσης κάλαντα, συνταγές, εικόνες.
Φτιάχνουμε κάρτες ο ένας για τον άλλον.
Επίσης κάλαντα, συνταγές, εικόνες.
Φτιάχνουμε κάρτες ο ένας για τον άλλον.
Χριστουγεννιάτικο ποίημα
Τα Χριστούγεννα παιδιά είναι τόσο όμορφα.
Τραγουδάμε κάλαντα μες στην γειτονιά.
Το δέντρο το στολίζουνε με χίλια δυό στολίδια.
Αγγελάκια κρέμονται στο δέντρο με χαρά
ήρθαν τα Χριστούγεννα πάλι βρε παιδιά!
Εύη
Τα Χριστούγεννα παιδιά είναι τόσο όμορφα.
Τραγουδάμε κάλαντα μες στην γειτονιά.
Το δέντρο το στολίζουνε με χίλια δυό στολίδια.
Αγγελάκια κρέμονται στο δέντρο με χαρά
ήρθαν τα Χριστούγεννα πάλι βρε παιδιά!
Εύη
Έθιμα της Καππαδοκίας
Ενώ το πρωί της Παραμονής του Αγίου Βασιλείου συντροφιές από παιδάκια, ηλικίας μέχρι δέκα χρονών γύριζαν από σπίτι σε σπίτι με κρεμασμένα στον ώμο τους τα υφαντά σακίδια τους και χτυπώντας κουδούνια έλεγαν τα Κάλαντα, το βράδυ της Παραμονής τα έλεγαν τα μεγαλύτερα παιδιά και οι νέοι κρατώντας και φανάρια.
Τα κάλαντα ως ευχετήρια ή εγκωμιαστικά τραγούδια τα έψελναν στην Καππαδοκία, αυτή τη μέρα, για το καλό του χρόνου, ακόμη και οι νέοι ως είκοσι χρονών χωρίς ντροπή. Μερικοί εξ αυτών των νέων, ενώ οι υπόλοιποι έμπαιναν στο σπίτι, ανέβαιναν στο δώμα του σπιτιού και από το φεγγίτη, το στρογγυλό άνοιγμα που υπήρχε στη στέγη, κρεμούσαν στο δωμάτιο, με σχοινί φανάρια, κουδούνια και σακούλια για να βάλει μέσα τα δώρα τους η νοικοκυρά. Κουνούσαν τα σχοινιά με τα κουδούνια κρεμασμένα, πάνω κάτω, αριστερά δεξιά ρυθμικά παράγοντας έτσι έναν ευχάριστο ήχο που συνόδευε τα Κάλαντα που έψελναν και οι δύο παρέες, αυτοί από μέσα και εκείνοι από έξω, πάνω από το δώμα. Όταν τραγουδούσαν τους στίχους:
«…΄Ακου τα, κυρά μου, και αν είσαι και αν κοιμάσαι,
Βγες να δώσεις ένα κομμάτι κερί για να ανάψω το φανάρι μου.
Να’ ναι γεμάτα) με κουλούρια τα κόσκινα (σου) και τα βαρέλια (σου) με κρασί,…»
κουνούσαν πιο δυναμικά τα φανάρια τους και τα κουδούνια τους κάνοντας τα να χοροπηδούν στον αέρα και να τραντάζει από τους ήχους και τις ψαλμωδίες των Καλάντων όλο το σπίτι, μέσα στο οποίο κυριαρχούσε ένα θέαμα φαντασμαγορικό προκαλώντας στους παριστάμενους βαθιά συναισθήματα συγκίνησης.
Τότε, η νοικοκυρά κολλούσε πάνω στα κουδούνια κεριά και γέμιζε τα σακούλια με δώρα, συνήθως, ξηρούς καρπούς και αυγά.
Όντας οι Καππαδόκες κατ' εξοχήν γεωργοί, επικαλούνται και συγχρόνως εξυμνούν τον προστάτη Άγιό τους, που ποιος άλλος προστάτης θα μπορούσε να είναι για τους καππαδόκες ζευγάδες πέρα από τον πατριώτη τους Αϊ-Βασίλη.
«Καλό ’ναι το ζευγάρι του, καλό και ευλογημένο, έχει για ζευγολάτη του πανώριο παλικάρι, είναι και τα βόδια του της Παναγιάς πουλάκια» που θα οργώσουν τη μάνα Γη για να χαρίσει στους ανθρώπους καλή σοδειά και συνεπώς, ευδαιμονία και ευτυχία.
Οι έπαινοι και οι εγκωμιασμοί δε σταματούν εδώ, αλλά περιλαμβάνουν και όλα τα γεωργικά εργαλεία που χρησιμοποιεί κάθε ζευγάς. «Το αλέτρι του είναι επίχρυσο, το υνί του επάργυρο, η βουκέντρα του είναι καλάμι με κεντρί, τα ζυγοπάσαλλα έχουν επάνω τους σαν χάντρες μαργαριτάρια, οι ζεύλες του μπράτσα παλικαρίσια και τα ζευγόλουρά του διπλόκλωστα μετάξια».
Τα Καππαδοκικά Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς (σε μετάφραση)
Αρχήν, αρχήν τα Κάλαντα και αρχήν αρχήν τα Φώτα,
Τα Φώτα είναι καλημέρα, τα Κάλαντα καλησπέρα.
Τα πουλιά λαλούν και τα χελιδόνια κράζουν,
Αϊ-Βασίλη μου, καλό ζευγάρι οδηγείς,
Αϊ-Βασίλη μου, καλό και ευλογημένο,
Είναι και τα βόδια του της Παναγιάς τα πουλιά,
Είναι και το αλέτρι του στο χρυσό βουτηγμένο,
Είναι και το υνί του ασημοχυμένο,
Είναι και η βουκέντρα του καλάμι με κεντρί,
Είναι και τα ζευγοπάσσαλά του με χάντρες μαργαριτάρια,
Είναι και τα ζευλιά του παλικαρίσια μπράτσα,
Είναι και τα ζυγολούρια του διπλόκλωστα μετάξια.
Έσπειρα ρόβι, σήκωσα φακή,
Και σήκωσα χίλια, χίλια αμέτρητα (κιλά),
Ήρθε το πουλάκι, το χτύπησα στο κότσι,
Ήρθε η μαύρη μάνα του, κλαίει, καταριέται.
Άκου τα, κυρά μου, αν είσαι (ξύπνια) ή αν κοιμάσαι,
Βγες να δώσεις ένα κομμάτι κερί για να ανάψω το φανάρι μου.
(Να’ναι γεμάτα) με κουλούρια τα κόσκινα (σου) και τα βαρέλια (σου) με κρασί,
Να φάμε και να πιούμε μέχρι του χρόνου αυτές τις μέρες!
Ο Θεός να σας χαρίσει πολλά χρόνια!
Να μακροημερεύσετε και να αβγατίσετε την περιουσία σας!
Τα κάλαντα ως ευχετήρια ή εγκωμιαστικά τραγούδια τα έψελναν στην Καππαδοκία, αυτή τη μέρα, για το καλό του χρόνου, ακόμη και οι νέοι ως είκοσι χρονών χωρίς ντροπή. Μερικοί εξ αυτών των νέων, ενώ οι υπόλοιποι έμπαιναν στο σπίτι, ανέβαιναν στο δώμα του σπιτιού και από το φεγγίτη, το στρογγυλό άνοιγμα που υπήρχε στη στέγη, κρεμούσαν στο δωμάτιο, με σχοινί φανάρια, κουδούνια και σακούλια για να βάλει μέσα τα δώρα τους η νοικοκυρά. Κουνούσαν τα σχοινιά με τα κουδούνια κρεμασμένα, πάνω κάτω, αριστερά δεξιά ρυθμικά παράγοντας έτσι έναν ευχάριστο ήχο που συνόδευε τα Κάλαντα που έψελναν και οι δύο παρέες, αυτοί από μέσα και εκείνοι από έξω, πάνω από το δώμα. Όταν τραγουδούσαν τους στίχους:
«…΄Ακου τα, κυρά μου, και αν είσαι και αν κοιμάσαι,
Βγες να δώσεις ένα κομμάτι κερί για να ανάψω το φανάρι μου.
Να’ ναι γεμάτα) με κουλούρια τα κόσκινα (σου) και τα βαρέλια (σου) με κρασί,…»
κουνούσαν πιο δυναμικά τα φανάρια τους και τα κουδούνια τους κάνοντας τα να χοροπηδούν στον αέρα και να τραντάζει από τους ήχους και τις ψαλμωδίες των Καλάντων όλο το σπίτι, μέσα στο οποίο κυριαρχούσε ένα θέαμα φαντασμαγορικό προκαλώντας στους παριστάμενους βαθιά συναισθήματα συγκίνησης.
Τότε, η νοικοκυρά κολλούσε πάνω στα κουδούνια κεριά και γέμιζε τα σακούλια με δώρα, συνήθως, ξηρούς καρπούς και αυγά.
Όντας οι Καππαδόκες κατ' εξοχήν γεωργοί, επικαλούνται και συγχρόνως εξυμνούν τον προστάτη Άγιό τους, που ποιος άλλος προστάτης θα μπορούσε να είναι για τους καππαδόκες ζευγάδες πέρα από τον πατριώτη τους Αϊ-Βασίλη.
«Καλό ’ναι το ζευγάρι του, καλό και ευλογημένο, έχει για ζευγολάτη του πανώριο παλικάρι, είναι και τα βόδια του της Παναγιάς πουλάκια» που θα οργώσουν τη μάνα Γη για να χαρίσει στους ανθρώπους καλή σοδειά και συνεπώς, ευδαιμονία και ευτυχία.
Οι έπαινοι και οι εγκωμιασμοί δε σταματούν εδώ, αλλά περιλαμβάνουν και όλα τα γεωργικά εργαλεία που χρησιμοποιεί κάθε ζευγάς. «Το αλέτρι του είναι επίχρυσο, το υνί του επάργυρο, η βουκέντρα του είναι καλάμι με κεντρί, τα ζυγοπάσαλλα έχουν επάνω τους σαν χάντρες μαργαριτάρια, οι ζεύλες του μπράτσα παλικαρίσια και τα ζευγόλουρά του διπλόκλωστα μετάξια».
Τα Καππαδοκικά Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς (σε μετάφραση)
Αρχήν, αρχήν τα Κάλαντα και αρχήν αρχήν τα Φώτα,
Τα Φώτα είναι καλημέρα, τα Κάλαντα καλησπέρα.
Τα πουλιά λαλούν και τα χελιδόνια κράζουν,
Αϊ-Βασίλη μου, καλό ζευγάρι οδηγείς,
Αϊ-Βασίλη μου, καλό και ευλογημένο,
Είναι και τα βόδια του της Παναγιάς τα πουλιά,
Είναι και το αλέτρι του στο χρυσό βουτηγμένο,
Είναι και το υνί του ασημοχυμένο,
Είναι και η βουκέντρα του καλάμι με κεντρί,
Είναι και τα ζευγοπάσσαλά του με χάντρες μαργαριτάρια,
Είναι και τα ζευλιά του παλικαρίσια μπράτσα,
Είναι και τα ζυγολούρια του διπλόκλωστα μετάξια.
Έσπειρα ρόβι, σήκωσα φακή,
Και σήκωσα χίλια, χίλια αμέτρητα (κιλά),
Ήρθε το πουλάκι, το χτύπησα στο κότσι,
Ήρθε η μαύρη μάνα του, κλαίει, καταριέται.
Άκου τα, κυρά μου, αν είσαι (ξύπνια) ή αν κοιμάσαι,
Βγες να δώσεις ένα κομμάτι κερί για να ανάψω το φανάρι μου.
(Να’ναι γεμάτα) με κουλούρια τα κόσκινα (σου) και τα βαρέλια (σου) με κρασί,
Να φάμε και να πιούμε μέχρι του χρόνου αυτές τις μέρες!
Ο Θεός να σας χαρίσει πολλά χρόνια!
Να μακροημερεύσετε και να αβγατίσετε την περιουσία σας!
Αποστολία
Την πρωτοχρονιά στην Αλβανία στο χωριό μου φορούσαν μάσκα και πηγαίνανε από σπίτι σε σπίτι για χρόνια πολλά και φάρσες
Κάλαντα Πρωτοχρονιάς στην Αλβανία
Ja na erdhi viti i ri sa jam i gezuar Por si une dhe c'do femij pres per ta festuar. Bora zbardhi tej per tej ne fusha,ne male Viti i ri do te na gjej me keng e me valle. | Να που ήρθε η πρωτοχρονιά πόσο χαρούμενος είμαι Όπως εγώ και όλα τα παιδιά περιμένω να το γιορτάσουμε. Το χιόνι άσπρισε παντού σε κάμπους,σε βουνά Η πρωτοχρονιά θα μας βρει με τραγούδια και χορούς. |
Βασίλης
'Εθιμα της Νάξου και της Λαμίας
Παλιά στην Ελλάδα στόλιζαν το παραδοσιακό ελληνικό καραβάκι. Οι Νάξιοι δεν στόλιζαν τίποτα, είχαν όμως άλλα έθιμα. Μουντζούρωναν το πρόσωπό τους, ντύνονταν με άσπρες φούστες και άσπρες μπλούζες και παρίσταναν τις νύφες των Χριστουγέννων που διώχνουν τους καλλικάτζαρους.
Οι Ναξιώτες πίστευαν ότι τη βραδιά των Χριστουγέννων κατέβαιναν οι καλλικάτζαροι από τις καμινάδες. Γι' αυτό έριχναν αλάτι χοντρό στη φωτιά, ώστε με το θόρυβο να φοβούνται και φρόντιζαν να μένει πάντα ένα κούτσουρο αναμμένο, το λεγόμενο Χριστοκούτσουρο, η φωτιά του οποίου εμπόδιζε τους δαίμονες να μπαίνουν στα σπίτια.
Άλλο έθιμο ήταν το πάντρεμα της φωτιάς. Έβαζαν δύο ξύλα σταυρωτά στη φωτιά, για να είναι το ζευγάρι ευτυχισμένο, ακριβώς όπως ζευγαρώνουνε τα ξύλα.
Στο χωριό του παππού μου στη Λαμία οι νοικοκυρές, την παραμονή των Χριστουγέννων ζύμωναν το χριστόψωμο και τις κοθώνες. Το χριστόψωμο το έτρωγαν την ημέρα των Χριστουγέννων αντί για ψωμί.
Οι κοθώνες ήταν στρογγυλές κουλούρες, στις οποίες έβαζαν ένα ολόκληρο καρύδι στη μέση. Πάνω στην κοθώνα έφτιαχναν ένα ζυμαρένιο σταυρό. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν μια κοθώνα για κάθε ανίψι που είχαν και την έδιναν στα παιδάκια για να την φάνε την ημέρα των Χριστουγέννων.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές έφτιαχναν μπακλαβά. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς οι κοπέλες και οι γυναίκες του χωριού πήγαιναν στη βρύση για να πάρουν καινούργιο νερό. Άδειαζαν ό,τι νερό είχαν στο σπίτι και πήγαιναν να το γεμίσουν με καινούργιο νερό. Εκεί άφηναν ένα κομμάτι μπακλαβά και πέταγαν μέσα στη βρύση χρήματα.
Κάλαντα της Νάξου
Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλώς σας χρόνος,
Αη Βασίλης έρχεται και α' πόθε κατεβαίνει,
από τση μάνας τ' έρχεται και στο σχολειό του πάει,
τρεις Ιεράρχαι τ' απαντούν μέσα στο σταυροδρόμι.
-Βασίλη α' πόθεν έρχεσαι κι α' πόθε κατεβαίνεις;
-Από τση μάνας μ' έρχομαι και στο σχολειό μου πάω.
-Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις.
-Μα 'γω γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξεύρω.
-Σαν και ξέρεις γράμματα, πες μας την άλφα-βήτα.
Και το ραβδάκι ακουμπά, να πει την άλφα-βήτα
και το ραβδάκι ξερό 'τανε, χλωρά βλαστάρια πέτα
κι απάνω στσι χλωρούς βλαστρούς περδίκια φωλεμένα, όχι περδίκια μοναχά, μόνον και χελιδόνια και κάτω στα ριζάρια του πηγάδια και λιβάδια,
που κατεβαίνουν τα πουλιά και πίνουν και ανεβαίνουν και βρέχουν τις φτερούγες των
και περιχούν τον κόσμο κι αλούζουν τον αφέντη μας, τον πολυχρονεμένο.
Αν κάποιος δεν άνοιγε σε αυτούς που έλεγαν τα κάλαντα, αυτοί άρχιζαν να λένε πειραχτικά τραγούδια, όπως:
Να σου ξυδιάσει το κρασί και να 'ενεί τραπέτι,
και να το χύσεις να διαβεί κάτω στου Πολυκρέτη.
Οι Ναξιώτες πίστευαν ότι τη βραδιά των Χριστουγέννων κατέβαιναν οι καλλικάτζαροι από τις καμινάδες. Γι' αυτό έριχναν αλάτι χοντρό στη φωτιά, ώστε με το θόρυβο να φοβούνται και φρόντιζαν να μένει πάντα ένα κούτσουρο αναμμένο, το λεγόμενο Χριστοκούτσουρο, η φωτιά του οποίου εμπόδιζε τους δαίμονες να μπαίνουν στα σπίτια.
Άλλο έθιμο ήταν το πάντρεμα της φωτιάς. Έβαζαν δύο ξύλα σταυρωτά στη φωτιά, για να είναι το ζευγάρι ευτυχισμένο, ακριβώς όπως ζευγαρώνουνε τα ξύλα.
Στο χωριό του παππού μου στη Λαμία οι νοικοκυρές, την παραμονή των Χριστουγέννων ζύμωναν το χριστόψωμο και τις κοθώνες. Το χριστόψωμο το έτρωγαν την ημέρα των Χριστουγέννων αντί για ψωμί.
Οι κοθώνες ήταν στρογγυλές κουλούρες, στις οποίες έβαζαν ένα ολόκληρο καρύδι στη μέση. Πάνω στην κοθώνα έφτιαχναν ένα ζυμαρένιο σταυρό. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν μια κοθώνα για κάθε ανίψι που είχαν και την έδιναν στα παιδάκια για να την φάνε την ημέρα των Χριστουγέννων.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές έφτιαχναν μπακλαβά. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς οι κοπέλες και οι γυναίκες του χωριού πήγαιναν στη βρύση για να πάρουν καινούργιο νερό. Άδειαζαν ό,τι νερό είχαν στο σπίτι και πήγαιναν να το γεμίσουν με καινούργιο νερό. Εκεί άφηναν ένα κομμάτι μπακλαβά και πέταγαν μέσα στη βρύση χρήματα.
Κάλαντα της Νάξου
Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλώς σας χρόνος,
Αη Βασίλης έρχεται και α' πόθε κατεβαίνει,
από τση μάνας τ' έρχεται και στο σχολειό του πάει,
τρεις Ιεράρχαι τ' απαντούν μέσα στο σταυροδρόμι.
-Βασίλη α' πόθεν έρχεσαι κι α' πόθε κατεβαίνεις;
-Από τση μάνας μ' έρχομαι και στο σχολειό μου πάω.
-Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις.
-Μα 'γω γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξεύρω.
-Σαν και ξέρεις γράμματα, πες μας την άλφα-βήτα.
Και το ραβδάκι ακουμπά, να πει την άλφα-βήτα
και το ραβδάκι ξερό 'τανε, χλωρά βλαστάρια πέτα
κι απάνω στσι χλωρούς βλαστρούς περδίκια φωλεμένα, όχι περδίκια μοναχά, μόνον και χελιδόνια και κάτω στα ριζάρια του πηγάδια και λιβάδια,
που κατεβαίνουν τα πουλιά και πίνουν και ανεβαίνουν και βρέχουν τις φτερούγες των
και περιχούν τον κόσμο κι αλούζουν τον αφέντη μας, τον πολυχρονεμένο.
Αν κάποιος δεν άνοιγε σε αυτούς που έλεγαν τα κάλαντα, αυτοί άρχιζαν να λένε πειραχτικά τραγούδια, όπως:
Να σου ξυδιάσει το κρασί και να 'ενεί τραπέτι,
και να το χύσεις να διαβεί κάτω στου Πολυκρέτη.
Αντιγόνη
Παλιά τα Χριστούγεννα δεν έλεγαν τα κάλαντα με ένα τρίγωνο μόνο. Τα έλεγαν με ένα καραβάκι στα χέρια και διάφορα όργανα π.χ. κιθάρα , φλογέρα κ.τ.λ.
Αυτό γινόταναι κυρίως στα νησιά.
Αυτό γινόταναι κυρίως στα νησιά.
Σταμάτης
Στην Καλαμάτα παλαιότερα, τα Χριστούγεννα, αντί για δέντρο στόλιζαν κλαδί ελιάς.
Όλγα
Έθιμα στη Φλώρινα
Στη Φλώρινα οι κάτοικοι υποδέχονται τη γέννηση του Χριστού ανάβοντας μεγάλες φωτιές στις 12 τα μεσάνυχτα που συμβολίζουν τη φωτιά που άναψαν οι ποιμένες της Βηθλέεμ για να ζεσταθεί ο νεογέννητος Χριστός.
Τα παιδιά τραγουδούν τα κάλαντα και παίρνουν ως δώρα μανταρίνια, αμύγδαλα, ζαχαρωτά και χριστόψωμα τα λεγόμενα κολατσίνα που οι αρχαίοι τα έλεγαν εορταστικούς άρτους.
Τα παιδιά τραγουδούν τα κάλαντα και παίρνουν ως δώρα μανταρίνια, αμύγδαλα, ζαχαρωτά και χριστόψωμα τα λεγόμενα κολατσίνα που οι αρχαίοι τα έλεγαν εορταστικούς άρτους.
Αγγελική
Έθιμα της Ηπείρου
Στην Ήπειρο την παραμονή των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές έφτιαχναν τηγανίτες «στην πλάκα» (επίπεδη πέτρα) στο τζάκι και όχι στο τηγάνι. Από το προηγούμενο βράδυ ζέσταιναν την πλάκα στο τζάκι και τα ξημερώματα αφού η πλάκα «ζεμάταγε», έριχναν πάνω της το κουρκούτι (μείγμα).
Τέλος, αφού έφτιαχναν πολλές τηγανίτες, τις γέμιζαν με καρύδια, ζάχαρη και μέλι. Τις τηγανίτες τις ονόμαζαν «τα σπάργανα» του Χριστού, δηλαδή με αυτή τη χειρονομία έδειχναν ότι έφτιαχναν τα ρούχα του Χριστού.
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς έφτιαχναν κουλούρες και πρωί πρωί πήγαιναν στους στάβλους. Έβαζαν μια κουλούρα στα κέρατα ενός τράγου ή κριαριού ή βοδιού. Ανάλογα με το πως θα έπεφτε η κουλούρα προέβλεπαν πως θα πήγαινε η χρονιά.
Αν η κουλούρα έπεφτε ανάποδα θα είχαν κακή χρονιά. Αν έπεφτε από την ορθή πλευρά, θα είχαν μια πολύ καλή χρονιά.
Τέλος, αφού έφτιαχναν πολλές τηγανίτες, τις γέμιζαν με καρύδια, ζάχαρη και μέλι. Τις τηγανίτες τις ονόμαζαν «τα σπάργανα» του Χριστού, δηλαδή με αυτή τη χειρονομία έδειχναν ότι έφτιαχναν τα ρούχα του Χριστού.
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς έφτιαχναν κουλούρες και πρωί πρωί πήγαιναν στους στάβλους. Έβαζαν μια κουλούρα στα κέρατα ενός τράγου ή κριαριού ή βοδιού. Ανάλογα με το πως θα έπεφτε η κουλούρα προέβλεπαν πως θα πήγαινε η χρονιά.
Αν η κουλούρα έπεφτε ανάποδα θα είχαν κακή χρονιά. Αν έπεφτε από την ορθή πλευρά, θα είχαν μια πολύ καλή χρονιά.
Σταύρος
Έθιμα από το Περιστέρι Πωγωνίου
Χριστουγεννιάτικες τηγανίτες
Τις τηγανίτες τις έφτιαχναν στην πλάκα.
Ανάβανε φωτιά στο τζάκι. Στα κάρβουνα βάζανε την πλάκα και ζεσταινόταν και πάνω στη πλάκα βάζανε το κουρκούτι που φτιάχνανε και το άπλωναν με μία κουτάλα.
Το κουρκούτι έπαιρνε το σχήμα της πλάκας και μόλις ψηνόταν γινότανε η Χριστουγεννιάτικη τηγανίτα αυτές της λέγανε σχιαδωτές τηγανίτες.
Αφού φτιάχνανε τις τηγανίτες τις βάζανε σε ένα ταψί μπακιρένιο. Βάζαν καμία δεκαριά τηγανίτες βράζανε νερό και ρίχνανε ή μέλι ή ζάχαρη. Μόλις το κάνανε αυτό το αφήναν πέντε - έξι ώρες και μετά το σέρβιραν στο τραπέζι.
Πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα
Πρώτα φτιάχνανε καμιά δεκαπενταριά τα πέτουρα (φύλλα). Ύστερα βράζανε σιτάρι που το είχαν τρίψει σε πέτρες, τα χυρόμπουλα (κοφτό σιτάρι).
Τοποθετούσαν τα πέτουρα ένα - ένα στο μπακιρένιο ταψί βάζοντας ανάμεσα το σιτάρι. Ρίχνανε λάδι και βούτυρο βάζανε από πάνω τη γάστρα όπου τοποθετούσανε κάρβουνα από το τζάκι.
Με την ίδια συνταγή φτιάχνανε και κρεατόπιτες.
Μόλις τρώγανε τη βασιλόπιτα καίγανε στη φωτιά κλαδιά από πουνάρι για να πάει καλά η χρονιά.
Τις τηγανίτες τις έφτιαχναν στην πλάκα.
Ανάβανε φωτιά στο τζάκι. Στα κάρβουνα βάζανε την πλάκα και ζεσταινόταν και πάνω στη πλάκα βάζανε το κουρκούτι που φτιάχνανε και το άπλωναν με μία κουτάλα.
Το κουρκούτι έπαιρνε το σχήμα της πλάκας και μόλις ψηνόταν γινότανε η Χριστουγεννιάτικη τηγανίτα αυτές της λέγανε σχιαδωτές τηγανίτες.
Αφού φτιάχνανε τις τηγανίτες τις βάζανε σε ένα ταψί μπακιρένιο. Βάζαν καμία δεκαριά τηγανίτες βράζανε νερό και ρίχνανε ή μέλι ή ζάχαρη. Μόλις το κάνανε αυτό το αφήναν πέντε - έξι ώρες και μετά το σέρβιραν στο τραπέζι.
Πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα
Πρώτα φτιάχνανε καμιά δεκαπενταριά τα πέτουρα (φύλλα). Ύστερα βράζανε σιτάρι που το είχαν τρίψει σε πέτρες, τα χυρόμπουλα (κοφτό σιτάρι).
Τοποθετούσαν τα πέτουρα ένα - ένα στο μπακιρένιο ταψί βάζοντας ανάμεσα το σιτάρι. Ρίχνανε λάδι και βούτυρο βάζανε από πάνω τη γάστρα όπου τοποθετούσανε κάρβουνα από το τζάκι.
Με την ίδια συνταγή φτιάχνανε και κρεατόπιτες.
Μόλις τρώγανε τη βασιλόπιτα καίγανε στη φωτιά κλαδιά από πουνάρι για να πάει καλά η χρονιά.
Εύη
Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στη Μυτιλήνη
Οι δικοί μου είναι από τη Μυτιλήνη. Τα παλαιότερα χρόνια τα παιδά έλεγαν τα Κάλαντα τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, των Φώτων και του Αϊ - Γιάννη.
Όλες τις ημέρες αυτές που τα παιδιά πήγαιναν στα σπίτια και τους κέρναγαν οι νοικοκυρές μελομακάρονα, κουραμπιέδες και δίπλες που στη Μυτιλήνη τις ονομάζουν πλατσέτες.
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, ο πρώτος που πηγαίνει σε ένα σπίτι σπάει το ρόδι, ρίχνει νερό για το καλό της χρονιάς.
Των Φώτων, ο Παππάς, μαζί με ένα παιδί πηγαίνουν στα σπίτια και κάνουν Αγιασμό.
Τα έθιμα των Χριστουγέννων και τις Πρωτοχρονιάς στη Μυτιλήνη γίνονται ακόμα και σήμερα.
Όλες τις ημέρες αυτές που τα παιδιά πήγαιναν στα σπίτια και τους κέρναγαν οι νοικοκυρές μελομακάρονα, κουραμπιέδες και δίπλες που στη Μυτιλήνη τις ονομάζουν πλατσέτες.
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, ο πρώτος που πηγαίνει σε ένα σπίτι σπάει το ρόδι, ρίχνει νερό για το καλό της χρονιάς.
Των Φώτων, ο Παππάς, μαζί με ένα παιδί πηγαίνουν στα σπίτια και κάνουν Αγιασμό.
Τα έθιμα των Χριστουγέννων και τις Πρωτοχρονιάς στη Μυτιλήνη γίνονται ακόμα και σήμερα.
Ιγνάτιος